χαλάλι — Ν επίρρ. καλώς, ας είναι, άξιζε να γίνει (α. «χαλάλι του» β. «χαλάλι οι κόποι μου, αφού τέλειωσε τις σπουδές του το παιδί μου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. helal «νόμιμος»] … Dictionary of Greek
χαλαλίζω — Ν [χαλάλι] κάνω κάτι χαλάλι, θεωρώ ότι έγινε καλά κάτι … Dictionary of Greek
halal — HALÁL interj. Exclamaţie care exprimă admiraţia; bravo! ♢ expr. (fam.) Halal mie (sau ţie etc.) sau halal să mi (sau să ţi etc.) fie! = bravo! te felicit! să ţi fie de bine! – Din tc. halal. Trimis de gall, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 HALÁL… … Dicționar Român
ξίκι — το φρ. α) «ξίκι να γίνεις» άντε στο καλό, χάσου β) «ξίκι να γίνει» χαλάλι, ό,τι έγινε έγινε. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. eksik] … Dictionary of Greek
χάρισμα — το, ΝΜΑ [χαρίζω, ομαι] κάθε πνευματικό δώρο τού Θεού και, ιδίως, τού Αγίου Πνεύματος προς τους ανθρώπους, δωρεά νεοελλ. 1. (γενικά) προτέρημα, προσόν, αρετή («έχει πολλά χαρίσματα») 2. καθετί που δίνεται δωρεάν, δώρο 3. (χωρίς αρθρ. ως επίρρ.)… … Dictionary of Greek
χαρά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ.) του νομού Λάρισας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (23 τ. χλμ.). * * * η, ΝΜΑ 1. συναισθηματική κατάσταση έντονης ευαρέσκειας, η οποία συνήθως εκδηλώνεται με γέλιο 2. συναίσθημα ικανοποίησης που οφείλεται στην… … Dictionary of Greek